- ιεραποστολικός
- η , ό[ν] миссионерский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιεραποστολικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιεραποστολή ή στον ιεραπόστολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιεραπόστολος. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Κων / νο Οικονόμο] … Dictionary of Greek
ιεραποστολικός, -ή — ό επίρρ. ά αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά του ιεραπόστολου ή που αναφέρεται στην ιεραποστολή: Ανέλαβε το έργο με ιεραποστολικό ζήλο. – Τον περασμένο αιώνα ιδρύθηκαν ιεραποστολικές εταιρείες. – Ιεραποστολική δράση της Eκκλησίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)